εγκατασκηπτω

εγκατασκηπτω
    ἐγκατασκήπτω
    ἐγ-κατασκήπτω
    1) бросать, метать
    

(βέλος κεραυνοῦ Soph.)

    2) обрушивать
    

(κακὰ Πέρσαις Aesch.)

    3) (об эпидемии) поражать, вспыхивать
    

(ἐγκατασκῆψαι περὴ Λῆμνον καὴ ἐν ἄλλοις χωρίοις Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εγκατασκηπτω" в других словарях:

  • εγκατασκήπτω — ἐγκατασκήπτω (AM) 1. (για κεραυνό) πέφτω επάνω 2. (για επιδημία) ενσκήπτω 3. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω …   Dictionary of Greek

  • ἐγκατασκήπτει — ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind mp 2nd sg ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήπτουσιν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήψαντα — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήψατε — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκῆψαι — ἐγκατασκήπτω fall upon aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήπτουσα — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήπτουσαν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατασκήψαντος — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατάσκηψον — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατέσκηψαν — ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»